αδιάψευστος

αδιάψευστος
-η, -ο (Μ ἀδιάψευστος, -ον) [διαψεύδω]
νεοελλ.
1. αυτός που δεν διαψεύσθηκε ή δεν μπορεί να διαψευσθεί
2. αληθινός, βέβαιος, ασφαλής
αρχ.
ο μη απατηλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀδιάψευστος — not deceitful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάψευστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε διαψεύστηκε: Η είδηση μένει ακόμη αδιάψευστη. 2. αυτός που δεν μπορεί να διαψευστεί, εντελώς αληθινός: Πέτυχε να παρουσιάσει αδιάψευστες αποδείξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαψευστότερον — ἀδιάψευστος not deceitful adverbial comp ἀδιάψευστος not deceitful masc acc comp sg ἀδιάψευστος not deceitful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαψεύστως — ἀδιάψευστος not deceitful adverbial ἀδιάψευστος not deceitful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάψευστον — ἀδιάψευστος not deceitful masc/fem acc sg ἀδιάψευστος not deceitful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαψεύστοις — ἀδιάψευστος not deceitful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαψεύστῳ — ἀδιάψευστος not deceitful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάψευστα — ἀδιάψευστος not deceitful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”